σιδεροπρίονο

σιδεροπρίονο
demir testeresi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιδεροπρίονο — το, Ν βλ. σιδηροπρίονο …   Dictionary of Greek

  • σιδηροπρίονο — και σιδεροπρίονο, το, Ν πριόνι με λεπίδα από βαμμένο χάλυβα, με λεπτή οδόντωση, κατάλληλο για την κοπή μεταλλικών αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • σιδηροπρίονο — σιδηροπρίονο, το και σιδεροπρίονο, το πριόνι για το κόψιμο σιδερένιων αντικειμένων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”